- πτερυγωτά
- πτερυγωτόςwingedneut nom/voc/acc plπτερυγωτά̱ , πτερυγωτόςwingedfem nom/voc/acc dualπτερυγωτά̱ , πτερυγωτόςwingedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερυγωτά — Υφομοταξία εντόμων, που τυπικά είναι εφοδιασμένα με φτερούγες (όταν δεν έχουν, πρόκειται για δευτερεύοντα απτερισμό), με δακτυλιοειδείς κεραίες και σύνθετα μάτια, με εξαίρεση λίγα είδη τυφλά, για προσαρμογή σε ιδιαίτερους τρόπους ζωής· στο ακμαίο … Dictionary of Greek
παλαιόπτερα — Πτερυγωτά έντομα, που χαρακτηρίζονται από την κάθετη προς το σώμα θέση των φτερών τους, κατά την ανάπαυση. Τα π. ανήκουν σε 2 τάξεις: στα εφημεροειδή, και στα ψευδονευρόπτερα … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek